εἰλεοῦ

εἰλεοῦ
εἰλεός
intestinal obstruction
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… …   Dictionary of Greek

  • ειλεΐτιδα — η φλεγμονή τού ειλεού …   Dictionary of Greek

  • ειλεοεγκαρσιοτομία — η χειρουργική αναστόμωση τού ειλεού με το εγκάρσιο κόλο …   Dictionary of Greek

  • ειλεοκολοστομία — η χειρουργική αναστόμωση τού ειλεού και τού κόλου …   Dictionary of Greek

  • ειλεώδης — ες (AM εἰλεώδης, ες) αυτός που αναφέρεται στον ειλεό ή παρουσιάζει συμπτώματα ειλεού αρχ. 1. αυτός που προκαλεί ειλεό 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ εἰλεώδεις όσοι πάσχουν από ειλεό …   Dictionary of Greek

  • κοπρόσταση — και κοπροστασία, η ιατρ. παρατεταμένη παραμονή κοπρανωδών μαζών στο παχύ έντερο σε περίπτωση ειλεού, μεγακόλου ή λόγω αδρανείας τού εντέρου κατά τη γεροντική ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coprostasis < copro (πρβλ. κόπρος) +… …   Dictionary of Greek

  • μεσεντερίδιο — το ανατ. πτυχή τού περιτοναίου που εκτείνεται από το τελικό άκρο τού ειλεού μέχρι τη σκωληκοειδή απόφυση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”